εὐκτά

εὐκτά
εὐκτός
wished for
neut nom/voc/acc pl
εὐκτά̱ , εὐκτός
wished for
fem nom/voc/acc dual
εὐκτά̱ , εὐκτός
wished for
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐκτάς — εὐκτά̱ς , εὐκτός wished for fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκτός — ή, ό (ΑΜ εὐκτός, ή, όν) [εὔχομαι] 1. αυτός τον οποίο μπορεί να ευχηθεί, να επιθυμήσει κάποιος, ο επιθυμητός («τὰ εὐκτὰ παρὰ τῶν θεῶν ᾐτησάμην», Σοφ.) 2. αυτός που αξίζει να επιθυμήσει κάποιος, ο ποθητός («εὐκτὸν ἀνθρώποισι», Ευρ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”